Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
κακόγαμβρος
κακογαμία
κακογαμίου
κακόγαμος
κακογείτων
κακογένειος
κακογενής
κακογήρως
κακογλωσσία
κακόγλωσσος
κακογνωμονέω
κακογνωμοσύνη
κακογνώμων
κακογονία
κακόγονος
κακόγραφος
κακογύναιος
κακοδαιμονάω
κακοδαιμονέω
κακοδαιμόνημα
κακοδαιμονία
View word page
κακογνωμονέω
κᾰκο-γνωμονέω
,
A).
to be ill-disposed
,
Quint.
Ps.
30(31).14
.
ShortDef
to be ill-disposed
Debugging
Headword:
κακογνωμονέω
Headword (normalized):
κακογνωμονέω
Headword (normalized/stripped):
κακογνωμονεω
IDX:
52137
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-52138
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κᾰκο-γνωμονέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be ill-disposed</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Quint.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Ps.</span> 30(31).14 </span>.</div> </div><br><br>'}