Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀμετάστατος
ἀμετάστρεπτος
ἀμετάστροφος
ἀμετάτρεπτος
ἀμετατρεψία
ἀμετατροπία
ἀμετάτροπος
ἀμεταφόρητος
ἀμετάφραστος
ἀμεταχείριστος
ἀμετέναι
ἀμέτοιστος
ἀμετουσίαστον
ἀμέτοχος
ἀμετρητος
ἀμετρία
ἀμέτριος
ἀμετροβαθής
ἀμετρόβιος
ἀμετρόδικος
ἀμετροεπής
View word page
ἀμετέναι
ἀμετέναι·
ἀποδοῦναι,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀμετέναι
Headword (normalized):
ἀμετέναι
Headword (normalized/stripped):
αμετεναι
IDX:
5212
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-5213
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀμετέναι·</span> <span class="foreign greek">ἀποδοῦναι,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}