Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κακκεῖαι
κακκείοντες
κάκκη
κακκόρ
κακκρύπτω
κακκώνιον
κακοανάστροφος
κακόανδρος
κακόαυλος
κακοβάκχευτος
κάκοβας
κακόβιος
κακοβίωτος
κακοβλαστέω
κακοβλαστής
κακόβλητος
κακοβολέω
κακοβόρος
κακοβουλεύομαι
κακοβουλία
κακόβουλος
View word page
κάκοβας
κᾰ/κο-βας· ἐπὶ κακῷ ἥκων, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κάκοβας
Headword (normalized):
κάκοβας
Headword (normalized/stripped):
κακοβας
IDX:
52116
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-52117
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κᾰ/κο-βας·</span> <span class="foreign greek">ἐπὶ κακῷ ἥκων</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}