Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
κακκάβιον
κακκαβίς
κάκκαβος
κακκαλία
κακκανῆν
κακκάω
κακκεῖαι
κακκείοντες
κάκκη
κακκόρ
κακκρύπτω
κακκώνιον
κακοανάστροφος
κακόανδρος
κακόαυλος
κακοβάκχευτος
κάκοβας
κακόβιος
κακοβίωτος
κακοβλαστέω
κακοβλαστής
View word page
κακκρύπτω
κακκρύπτω
, Ep. for
κατακρ-
,
Nic.
Fr.
78
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
κακκρύπτω
Headword (normalized):
κακκρύπτω
Headword (normalized/stripped):
κακκρυπτω
IDX:
52110
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-52111
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κακκρύπτω</span>, Ep. for <span class="foreign greek">κατακρ-</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Nic.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Fr.</span> 78 </span>.</div><br><br>'}