Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
κακκαβίζω
κακκάβιον
κακκαβίς
κάκκαβος
κακκαλία
κακκανῆν
κακκάω
κακκεῖαι
κακκείοντες
κάκκη
κακκόρ
κακκρύπτω
κακκώνιον
κακοανάστροφος
κακόανδρος
κακόαυλος
κακοβάκχευτος
κάκοβας
κακόβιος
κακοβίωτος
κακοβλαστέω
View word page
κακκόρ
κακκόρ·
ὁ μικρὸς δάκτυλος
,
Hsch.
( Lacon. for
κασκός
, q. v.)
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
κακκόρ
Headword (normalized):
κακκόρ
Headword (normalized/stripped):
κακκορ
IDX:
52109
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-52110
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κακκόρ·</span> <span class="foreign greek">ὁ μικρὸς δάκτυλος</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> ( Lacon. for <span class="foreign greek">κασκός</span>, q. v.)</div><br><br>'}