Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κακκάβη1
κακκάβη2
κακκαβίζω
κακκάβιον
κακκαβίς
κάκκαβος
κακκαλία
κακκανῆν
κακκάω
κακκεῖαι
κακκείοντες
κάκκη
κακκόρ
κακκρύπτω
κακκώνιον
κακοανάστροφος
κακόανδρος
κακόαυλος
κακοβάκχευτος
κάκοβας
κακόβιος
View word page
κακκείοντες
κακκείοντες, Ep. for κατακείοντες, part. of κατακείω.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κακκείοντες
Headword (normalized):
κακκείοντες
Headword (normalized/stripped):
κακκειοντες
IDX:
52107
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-52108
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κακκείοντες</span>, Ep. for <span class="foreign greek">κατακείοντες</span>, part. of <span class="foreign greek">κατακείω</span>.</div><br><br>'}