Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κακιθά
κάκισις
κακισμός
κακιστέον
κάκιστος
κακκάβη1
κακκάβη2
κακκαβίζω
κακκάβιον
κακκαβίς
κάκκαβος
κακκαλία
κακκανῆν
κακκάω
κακκεῖαι
κακκείοντες
κάκκη
κακκόρ
κακκρύπτω
κακκώνιον
κακοανάστροφος
View word page
κάκκαβος
κάκκαβ-ος,
A). v. κακκάβη (A).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κάκκαβος
Headword (normalized):
κάκκαβος
Headword (normalized/stripped):
κακκαβος
IDX:
52102
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-52103
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κάκκαβ-ος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">κακκάβη</span> (A).</div> </div><br><br>'}