ἁγίζω,(
ἅγιος)
A). hallow, make sacred, esp. by burning a sacrifice,
θεῷ βούθυτον ἑστίαν ἁγίζων S. OC 1495 (lyr.);
πόπανα ἥγιζεν ἐς σάκταν (for
ἐς βωμόν)
Ar. Pl. 681 :— Pass.,
βωμοὶ πατρὶ ἁγισθέντες Pi. O. 3.19 ;
θύματα ἐπὶ καθαρῷ πυρὶ-όμενα D.H. 1.38 :— Med., =
ἅζομαι. Alcm. 123 .