Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κακηπελέων
κακηπελία
κάκησις
κακία
κακιζότεχνος
κακίζω
κακιθά
κάκισις
κακισμός
κακιστέον
κάκιστος
κακκάβη1
κακκάβη2
κακκαβίζω
κακκάβιον
κακκαβίς
κάκκαβος
κακκαλία
κακκανῆν
κακκάω
κακκεῖαι
View word page
κάκιστος
κάκιστος, κᾰκίων,
A). v. κακός . κακίω, v. κηκίω .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κάκιστος
Headword (normalized):
κάκιστος
Headword (normalized/stripped):
κακιστος
IDX:
52096
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-52097
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κάκιστος</span>, <span class="orth greek">κᾰκίων</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">κακός</span> . <span class="orth greek">κακίω</span>, v. <span class="ref greek">κηκίω</span> .</div> </div><br><br>'}