Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀμετάπλαστος
ἀμεταποίητος
ἀμετάπταιστος
ἀμεταπτωσία
ἀμετάπτωτος
ἀμετάστατος
ἀμετάστρεπτος
ἀμετάστροφος
ἀμετάτρεπτος
ἀμετατρεψία
ἀμετατροπία
ἀμετάτροπος
ἀμεταφόρητος
ἀμετάφραστος
ἀμεταχείριστος
ἀμετέναι
ἀμέτοιστος
ἀμετουσίαστον
ἀμέτοχος
ἀμετρητος
ἀμετρία
View word page
ἀμετατροπία
ἀμετα-τροπία, ,
A). immovableness, Sch. A.R. 4.1082 .


ShortDef

immovableness

Debugging

Headword:
ἀμετατροπία
Headword (normalized):
ἀμετατροπία
Headword (normalized/stripped):
αμετατροπια
IDX:
5207
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-5208
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀμετα-τροπία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">immovableness,</span> Sch.<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">A.R.</span> 4.1082 </span>.</div> </div><br><br>'}