Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀμετάπειστος
ἀμετάπλαστος
ἀμεταποίητος
ἀμετάπταιστος
ἀμεταπτωσία
ἀμετάπτωτος
ἀμετάστατος
ἀμετάστρεπτος
ἀμετάστροφος
ἀμετάτρεπτος
ἀμετατρεψία
ἀμετατροπία
ἀμετάτροπος
ἀμεταφόρητος
ἀμετάφραστος
ἀμεταχείριστος
ἀμετέναι
ἀμέτοιστος
ἀμετουσίαστον
ἀμέτοχος
ἀμετρητος
View word page
ἀμετατρεψία
ἀμετα-τρεψία, , = sq., Ptol. Tetr. 16 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀμετατρεψία
Headword (normalized):
ἀμετατρεψία
Headword (normalized/stripped):
αμετατρεψια
IDX:
5206
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-5207
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀμετα-τρεψία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, = sq., <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0363.tlg007:16" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0363.tlg007:16/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Ptol.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Tetr.</span> 16 </a>.</div><br><br>'}