Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κακαγγελία
κακάγγελος
κακάγγελτος
κακαγόρος
κακαλία
κάκαλον
κακανδρία
κακάνειν
κακανθήεις
κακανθέω
κακάω
κάκεις
κακελκής
κακελπιστέω
κακέμφατος
κακεντρέχεια
κακεντρεχής
κακεπίθυμος
κακεργασία
κακεργέτης
κακεργέτις
View word page
κακάω
κᾰκάω, cf. κακκάω. κἀκεῖ, κἀκεῖθεν, κἀκεῖνος, Att. crases for καὶ ἐκ-.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κακάω
Headword (normalized):
κακάω
Headword (normalized/stripped):
κακαω
IDX:
52066
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-52067
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κᾰκάω</span>, cf. <span class="foreign greek">κακκάω</span>. <span class="orth greek">κἀκεῖ</span>, <span class="orth greek">κἀκεῖθεν</span>, <span class="orth greek">κἀκεῖνος</span>, Att. crases for <span class="foreign greek">καὶ ἐκ-</span>.</div><br><br>'}