Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κακαγγελέω
κακαγγελία
κακάγγελος
κακάγγελτος
κακαγόρος
κακαλία
κάκαλον
κακανδρία
κακάνειν
κακανθήεις
κακανθέω
κακάω
κάκεις
κακελκής
κακελπιστέω
κακέμφατος
κακεντρέχεια
κακεντρεχής
κακεπίθυμος
κακεργασία
κακεργέτης
View word page
κακανθέω
κᾰκ-ανθέω,
A). bear such blossom, Sch. ad loc.


ShortDef

bear such blossom

Debugging

Headword:
κακανθέω
Headword (normalized):
κακανθέω
Headword (normalized/stripped):
κακανθεω
IDX:
52065
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-52066
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κᾰκ-ανθέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">bear such blossom</span>, Sch. ad loc.</div> </div><br><br>'}