Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κάκ2
κἀκ
κακαγγελέω
κακαγγελία
κακάγγελος
κακάγγελτος
κακαγόρος
κακαλία
κάκαλον
κακανδρία
κακάνειν
κακανθήεις
κακανθέω
κακάω
κάκεις
κακελκής
κακελπιστέω
κακέμφατος
κακεντρέχεια
κακεντρεχής
κακεπίθυμος
View word page
κακάνειν
κακάνειν,
A). v. κακκανῆν .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κακάνειν
Headword (normalized):
κακάνειν
Headword (normalized/stripped):
κακανειν
IDX:
52063
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-52064
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κακάνειν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">κακκανῆν</span> .</div> </div><br><br>'}