Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καίρωσις
καίρωμα
καιρωστρίς
καιροσέων
καιροσκοπέω
καιροσπάθητος
καιροτηρέω
καιροτηρησία
καιρόφιλος
καιροφυλακέω
καιρόω
Καῖσαρ
καιροεύω
καισάραι
καιτάεις
καί4
καίτρεαι
καιφος
καίω
κάκ1
κάκ2
View word page
καιρόω
καιρόω, καίρωμα, καίρωσις, καιρωστίς or καιρο-τρίς,
A). v. καῖρος .


ShortDef

fasten threads of the loom

Debugging

Headword:
καιρόω
Headword (normalized):
καιρόω
Headword (normalized/stripped):
καιροω
IDX:
52043
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-52044
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καιρόω</span>, <span class="orth greek">καίρωμα</span>, <span class="orth greek">καίρωσις</span>, <span class="orth greek">καιρωστίς</span> or <span class="orth greek">καιρο-τρίς</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">καῖρος</span> .</div> </div><br><br>'}