καιροτηρέω
καιρο-τηρέω τὰς μεταβολάς
A). observe the seasons of change, , cf. 19.16 13.22 : generally, lie in wait for, τινὰς ἀσχολουμένους PAmh. 2.35.8 (ii B. C.), cf. UPZ 19.26 (ii B. C.):— also in Med., -τηρησάμενός με ἐξερχόμενον BGU 909.6 (iv A. D.):