Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καίπετος
καί3
καίραμα
καιρία
καιρικός
καίριμος
καιριολεκτέω
καίριος
καιροδαπιστής
καιρόεις
καιρομανέω
καιροπτία
καιρός
καῖρος
καίρωσις
καίρωμα
καιρωστρίς
καιροσέων
καιροσκοπέω
καιροσπάθητος
καιροτηρέω
View word page
καιρομανέω
καιρομᾰνέω, prob. f.l. for καιρονομέω,
A). guide in season, εἰς τέχνην ὄρνιν ἐκαιρονόμεις (-μάνεις cod.) AP 9.272 (Bianor).


ShortDef

guide in season

Debugging

Headword:
καιρομανέω
Headword (normalized):
καιρομανέω
Headword (normalized/stripped):
καιρομανεω
IDX:
52029
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-52030
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καιρομᾰνέω</span>, prob. f.l. for <span class="orth greek">καιρονομέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">guide in season</span>, <span class="foreign greek">εἰς τέχνην ὄρνιν ἐκαιρονόμεις </span>(<span class="foreign greek">-μάνεις</span> cod.) <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">AP</span> 9.272 </span> (Bianor).</div> </div><br><br>'}