Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καίπερ
καίπετος
καί3
καίραμα
καιρία
καιρικός
καίριμος
καιριολεκτέω
καίριος
καιροδαπιστής
καιρόεις
καιρομανέω
καιροπτία
καιρός
καῖρος
καίρωσις
καίρωμα
καιρωστρίς
καιροσέων
καιροσκοπέω
καιροσπάθητος
View word page
καιρόεις
καιρόεις,
A). v. καιροσέων .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καιρόεις
Headword (normalized):
καιρόεις
Headword (normalized/stripped):
καιροεις
IDX:
52028
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-52029
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καιρόεις</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">καιροσέων</span> .</div> </div><br><br>'}