Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

Χωρισμός
καινόω
καί2
καίνυμι
καὶ3
καίνω
καίνωσις
καίπερ
καίπετος
καί3
καίραμα
καιρία
καιρικός
καίριμος
καιριολεκτέω
καίριος
καιροδαπιστής
καιρόεις
καιρομανέω
καιροπτία
καιρός
View word page
καίραμα
καίραμα· μέρος νεός, ἢ ἀμφίεσμα, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καίραμα
Headword (normalized):
καίραμα
Headword (normalized/stripped):
καιραμα
IDX:
52021
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-52022
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καίραμα·</span> <span class="foreign greek">μέρος νεός, ἢ ἀμφίεσμα</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}