Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καινοφωνία
καινόφωνος
Χωρισμός
καινόω
καί2
καίνυμι
καὶ3
καίνω
καίνωσις
καίπερ
καίπετος
καί3
καίραμα
καιρία
καιρικός
καίριμος
καιριολεκτέω
καίριος
καιροδαπιστής
καιρόεις
καιρομανέω
View word page
καίπετος
καίπετος· ἀξίνη, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καίπετος
Headword (normalized):
καίπετος
Headword (normalized/stripped):
καιπετος
IDX:
52019
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-52020
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καίπετος·</span> <span class="foreign greek">ἀξίνη</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}