Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καινούργησις
καινουργία
καινούργιος
καινουργισμός
καινουργός
καινοφανής
καινόφιλος
καινοφωνέω
καινοφωνία
καινόφωνος
Χωρισμός
καινόω
καί2
καίνυμι
καὶ3
καίνω
καίνωσις
καίπερ
καίπετος
καί3
καίραμα
View word page
Χωρισμός
-Χωρισμός, ,
A). renewed execution, συναλλάξεως POxy. 1644.19 (i B. C.).


ShortDef

separation

Debugging

Headword:
Χωρισμός
Headword (normalized):
χωρισμός
Headword (normalized/stripped):
χωρισμος
IDX:
52011
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-52012
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">-Χωρισμός,</span> <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">renewed execution</span>, <span class="quote greek">συναλλάξεως</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">POxy.</span> 1644.19 </span> (i B. C.).</div> </div><br><br>'}