Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καινότροπος
καινουργέω
καινουργής
καινούργησις
καινουργία
καινούργιος
καινουργισμός
καινουργός
καινοφανής
καινόφιλος
καινοφωνέω
καινοφωνία
καινόφωνος
Χωρισμός
καινόω
καί2
καίνυμι
καὶ3
καίνω
καίνωσις
καίπερ
View word page
καινοφωνέω
καινο-φωνέω,
A). use new words, Eust. 67.6 .


ShortDef

use new words

Debugging

Headword:
καινοφωνέω
Headword (normalized):
καινοφωνέω
Headword (normalized/stripped):
καινοφωνεω
IDX:
52008
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-52009
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καινο-φωνέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">use new words</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg4083.tlg001:67:6" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg4083.tlg001:67.6/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Eust.</span> 67.6 </a>.</div> </div><br><br>'}