Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καινοτροπία
καινότροπος
καινουργέω
καινουργής
καινούργησις
καινουργία
καινούργιος
καινουργισμός
καινουργός
καινοφανής
καινόφιλος
καινοφωνέω
καινοφωνία
καινόφωνος
Χωρισμός
καινόω
καί2
καίνυμι
καὶ3
καίνω
καίνωσις
View word page
καινόφιλος
καινό-φῐλος, ον,
A). often changing one's friends, Phot., Suid.


ShortDef

often changing one's friends

Debugging

Headword:
καινόφιλος
Headword (normalized):
καινόφιλος
Headword (normalized/stripped):
καινοφιλος
IDX:
52007
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-52008
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καινό-φῐλος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">often changing one\'s friends</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Phot.</span></span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Suid.</span> </span> </div> </div><br><br>'}