Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
καινοτομητέον
καινοτομία
καινοτόμος
καινοτροπία
καινότροπος
καινουργέω
καινουργής
καινούργησις
καινουργία
καινούργιος
καινουργισμός
καινουργός
καινοφανής
καινόφιλος
καινοφωνέω
καινοφωνία
καινόφωνος
Χωρισμός
καινόω
καί2
καίνυμι
View word page
καινουργισμός
καινουργ-ισμός
,
ὁ
,
A).
=
καινουργία
,
Suid.
( v.l.
-ησμός
).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
καινουργισμός
Headword (normalized):
καινουργισμός
Headword (normalized/stripped):
καινουργισμος
IDX:
52004
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-52005
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καινουργ-ισμός</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">καινουργία</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Suid.</span> </span> ( v.l. <span class="ref greek">-ησμός</span> ).</div> </div><br><br>'}