Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καινότης
καινοτομέω
καινοτόμημα
καινοτομητέον
καινοτομία
καινοτόμος
καινοτροπία
καινότροπος
καινουργέω
καινουργής
καινούργησις
καινουργία
καινούργιος
καινουργισμός
καινουργός
καινοφανής
καινόφιλος
καινοφωνέω
καινοφωνία
καινόφωνος
Χωρισμός
View word page
καινούργησις
καινούργ-ησις, εως, ,
A). new manufacture, Suid. s.v. καταβολή .


ShortDef

new manufacture

Debugging

Headword:
καινούργησις
Headword (normalized):
καινούργησις
Headword (normalized/stripped):
καινουργησις
IDX:
52001
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-52002
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καινούργ-ησις</span>, <span class="itype greek">εως</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">new manufacture</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Suid.</span> </span> s.v. <span class="ref greek">καταβολή</span> .</div> </div><br><br>'}