Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καινόταφον
καινότης
καινοτομέω
καινοτόμημα
καινοτομητέον
καινοτομία
καινοτόμος
καινοτροπία
καινότροπος
καινουργέω
καινουργής
καινούργησις
καινουργία
καινούργιος
καινουργισμός
καινουργός
καινοφανής
καινόφιλος
καινοφωνέω
καινοφωνία
καινόφωνος
View word page
καινουργής
καινουργ-ής, ές,
A). newly made, τρίποδες Sch. Il. 9.122 .


ShortDef

newly made

Debugging

Headword:
καινουργής
Headword (normalized):
καινουργής
Headword (normalized/stripped):
καινουργης
IDX:
52000
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-52001
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καινουργ-ής</span>, <span class="itype greek">ές</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">newly made</span>, <span class="foreign greek">τρίποδες</span> Sch.<a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0012.tlg001.perseus-grc1:9:122" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0012.tlg001.perseus-grc2:9.122/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Il.</span> 9.122 </a>.</div> </div><br><br>'}