Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀμετάκλητος
ἀμετάκλιτος
ἀμετάληπτος
ἀμετάλλακτος
ἀμεταμέλητος
ἀμεταμίσθωτος
ἀμετανόητος
ἀμετάπειστος
ἀμετάπλαστος
ἀμεταποίητος
ἀμετάπταιστος
ἀμεταπτωσία
ἀμετάπτωτος
ἀμετάστατος
ἀμετάστρεπτος
ἀμετάστροφος
ἀμετάτρεπτος
ἀμετατρεψία
ἀμετατροπία
ἀμετάτροπος
ἀμεταφόρητος
View word page
ἀμετάπταιστος
ἀμετά-πταιστος, ον,
A). infallible, πρόρρησις Gal. 17(1).863 .


ShortDef

infallible

Debugging

Headword:
ἀμετάπταιστος
Headword (normalized):
ἀμετάπταιστος
Headword (normalized/stripped):
αμεταπταιστος
IDX:
5199
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-5200
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀμετά-πταιστος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">infallible,</span> <span class="quote greek">πρόρρησις</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 17(1).863 </span> .</div> </div><br><br>'}