Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καινοσχημάτιστος
καινοσχήμων
καινοτάφια
καινόταφον
καινότης
καινοτομέω
καινοτόμημα
καινοτομητέον
καινοτομία
καινοτόμος
καινοτροπία
καινότροπος
καινουργέω
καινουργής
καινούργησις
καινουργία
καινούργιος
καινουργισμός
καινουργός
καινοφανής
καινόφιλος
View word page
καινοτροπία
καινο-τροπία, ,
A). strangeness, Eust. 1200.56 .


ShortDef

strangeness

Debugging

Headword:
καινοτροπία
Headword (normalized):
καινοτροπία
Headword (normalized/stripped):
καινοτροπια
IDX:
51997
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-51998
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καινο-τροπία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">strangeness</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg4083.tlg001:1200:56" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg4083.tlg001:1200.56/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Eust.</span> 1200.56 </a>.</div> </div><br><br>'}