Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καινοπρέπεια
καινοπρεπής
καινός
καινόσπουδος
καινοσχημάτιστος
καινοσχήμων
καινοτάφια
καινόταφον
καινότης
καινοτομέω
καινοτόμημα
καινοτομητέον
καινοτομία
καινοτόμος
καινοτροπία
καινότροπος
καινουργέω
καινουργής
καινούργησις
καινουργία
καινούργιος
View word page
καινοτόμημα
καινο-τόμημα, ατος, τό,
A). innovation, new form, ἐγκλημάτων Procop. Arc. 21 (pl.).


ShortDef

innovation, new form

Debugging

Headword:
καινοτόμημα
Headword (normalized):
καινοτόμημα
Headword (normalized/stripped):
καινοτομημα
IDX:
51993
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-51994
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καινο-τόμημα</span>, <span class="itype greek">ατος</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">innovation, new form</span>, <span class="quote greek">ἐγκλημάτων</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg4029.tlg002:21" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg4029.tlg002:21/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Procop.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Arc.</span> 21 </a> (pl.).</div> </div><br><br>'}