Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καινοποιός
καινοπραγέω
καινοπραγία
καινοπρέπεια
καινοπρεπής
καινός
καινόσπουδος
καινοσχημάτιστος
καινοσχήμων
καινοτάφια
καινόταφον
καινότης
καινοτομέω
καινοτόμημα
καινοτομητέον
καινοτομία
καινοτόμος
καινοτροπία
καινότροπος
καινουργέω
καινουργής
View word page
καινόταφον
καινό-τᾰφον σχῆμα, for καινὸν σχῆμα τάφου, AP 7.686 ( Pall.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καινόταφον
Headword (normalized):
καινόταφον
Headword (normalized/stripped):
καινοταφον
IDX:
51990
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-51991
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καινό-τᾰφον</span> <span class="foreign greek">σχῆμα</span>, for <span class="foreign greek">καινὸν σχῆμα τάφου</span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">AP</span> 7.686 </span> (<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Pall.</span></span>).</div><br><br>'}