Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καινοποΐα
καινοποιός
καινοπραγέω
καινοπραγία
καινοπρέπεια
καινοπρεπής
καινός
καινόσπουδος
καινοσχημάτιστος
καινοσχήμων
καινοτάφια
καινόταφον
καινότης
καινοτομέω
καινοτόμημα
καινοτομητέον
καινοτομία
καινοτόμος
καινοτροπία
καινότροπος
καινουργέω
View word page
καινοτάφια
καινο-τάφια· νεκροτάφια, Hsch. (leg. κενο-).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καινοτάφια
Headword (normalized):
καινοτάφια
Headword (normalized/stripped):
καινοταφια
IDX:
51989
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-51990
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καινο-τάφια·</span> <span class="foreign greek">νεκροτάφια</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (leg. <span class="foreign greek">κενο-</span>).</div><br><br>'}