Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀμετάκλαστος
ἀμετάκλητος
ἀμετάκλιτος
ἀμετάληπτος
ἀμετάλλακτος
ἀμεταμέλητος
ἀμεταμίσθωτος
ἀμετανόητος
ἀμετάπειστος
ἀμετάπλαστος
ἀμεταποίητος
ἀμετάπταιστος
ἀμεταπτωσία
ἀμετάπτωτος
ἀμετάστατος
ἀμετάστρεπτος
ἀμετάστροφος
ἀμετάτρεπτος
ἀμετατρεψία
ἀμετατροπία
ἀμετάτροπος
View word page
ἀμεταποίητος
ἀμετα-ποίητος, ον,
A). indigestible, Xenocr. 42 .


ShortDef

indigestible

Debugging

Headword:
ἀμεταποίητος
Headword (normalized):
ἀμεταποίητος
Headword (normalized/stripped):
αμεταποιητος
IDX:
5198
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-5199
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀμετα-ποίητος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">indigestible,</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg1009.tlg001:42" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg1009.tlg001:42/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Xenocr.</span> 42 </a>.</div> </div><br><br>'}