Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καινοποιέω
καινοποιητής
καινοποΐα
καινοποιός
καινοπραγέω
καινοπραγία
καινοπρέπεια
καινοπρεπής
καινός
καινόσπουδος
καινοσχημάτιστος
καινοσχήμων
καινοτάφια
καινόταφον
καινότης
καινοτομέω
καινοτόμημα
καινοτομητέον
καινοτομία
καινοτόμος
καινοτροπία
View word page
καινοσχημάτιστος
καινο-σχημάτιστος, ον,
A). newly or strangely formed, Eust. 141.32 .


ShortDef

newly

Debugging

Headword:
καινοσχημάτιστος
Headword (normalized):
καινοσχημάτιστος
Headword (normalized/stripped):
καινοσχηματιστος
IDX:
51987
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-51988
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καινο-σχημάτιστος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">newly</span> or <span class="tr" style="font-weight: bold;">strangely formed</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg4083.tlg001:141:32" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg4083.tlg001:141.32/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Eust.</span> 141.32 </a>.</div> </div><br><br>'}