Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καινοπήμων
καινοποιέω
καινοποιητής
καινοποΐα
καινοποιός
καινοπραγέω
καινοπραγία
καινοπρέπεια
καινοπρεπής
καινός
καινόσπουδος
καινοσχημάτιστος
καινοσχήμων
καινοτάφια
καινόταφον
καινότης
καινοτομέω
καινοτόμημα
καινοτομητέον
καινοτομία
καινοτόμος
View word page
καινόσπουδος
καινό-σπουδος, ον,
A). fond of novelty, τὸ περὶ τὰς νοήσεις κ. Longin. 5.1 .


ShortDef

fond of novelty

Debugging

Headword:
καινόσπουδος
Headword (normalized):
καινόσπουδος
Headword (normalized/stripped):
καινοσπουδος
IDX:
51986
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-51987
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καινό-σπουδος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">fond of novelty</span>, <span class="foreign greek">τὸ περὶ τὰς νοήσεις κ</span>. <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Longin.</span> 5.1 </span>.</div> </div><br><br>'}