Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καινοπαθέω
καινοπαθής
καινοπηγής
καινοπήμων
καινοποιέω
καινοποιητής
καινοποΐα
καινοποιός
καινοπραγέω
καινοπραγία
καινοπρέπεια
καινοπρεπής
καινός
καινόσπουδος
καινοσχημάτιστος
καινοσχήμων
καινοτάφια
καινόταφον
καινότης
καινοτομέω
καινοτόμημα
View word page
καινοπρέπεια
καινο-πρέπεια, ,
A). novelty, τοῦ σχήματος Eust. 93.31 .


ShortDef

novelty

Debugging

Headword:
καινοπρέπεια
Headword (normalized):
καινοπρέπεια
Headword (normalized/stripped):
καινοπρεπεια
IDX:
51983
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-51984
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καινο-πρέπεια</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">novelty</span>, <span class="quote greek">τοῦ σχήματος</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg4083.tlg001:93:31" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg4083.tlg001:93.31/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Eust.</span> 93.31 </a> .</div> </div><br><br>'}