Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καινοπαγής
καινοπαθέω
καινοπαθής
καινοπηγής
καινοπήμων
καινοποιέω
καινοποιητής
καινοποΐα
καινοποιός
καινοπραγέω
καινοπραγία
καινοπρέπεια
καινοπρεπής
καινός
καινόσπουδος
καινοσχημάτιστος
καινοσχήμων
καινοτάφια
καινόταφον
καινότης
καινοτομέω
View word page
καινοπραγία
καινο-πρᾱγία, ,
A). innovation, f. l. for κοινοπραγία in D.S. 15.8 .


ShortDef

innovation

Debugging

Headword:
καινοπραγία
Headword (normalized):
καινοπραγία
Headword (normalized/stripped):
καινοπραγια
IDX:
51982
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-51983
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καινο-πρᾱγία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">innovation</span>, f. l. for <span class="ref greek">κοινοπραγία</span> in <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0060.tlg001.perseus-grc3:15:8" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0060.tlg001.perseus-grc3:15.8/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">D.S.</span> 15.8 </a>.</div> </div><br><br>'}