Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καινόν
καινοπαγής
καινοπαθέω
καινοπαθής
καινοπηγής
καινοπήμων
καινοποιέω
καινοποιητής
καινοποΐα
καινοποιός
καινοπραγέω
καινοπραγία
καινοπρέπεια
καινοπρεπής
καινός
καινόσπουδος
καινοσχημάτιστος
καινοσχήμων
καινοτάφια
καινόταφον
καινότης
View word page
καινοπραγέω
καινο-πρᾱγέω, Gramm.,
A). coin new forms or phrases, in Pass., Eust. 36.16 .


ShortDef

coin new forms

Debugging

Headword:
καινοπραγέω
Headword (normalized):
καινοπραγέω
Headword (normalized/stripped):
καινοπραγεω
IDX:
51981
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-51982
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καινο-πρᾱγέω</span>, Gramm., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">coin new forms</span> or <span class="tr" style="font-weight: bold;">phrases</span>, in Pass., <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg4083.tlg001:36:16" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg4083.tlg001:36.16/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Eust.</span> 36.16 </a>.</div> </div><br><br>'}