Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καινολόγος
καινόν
καινοπαγής
καινοπαθέω
καινοπαθής
καινοπηγής
καινοπήμων
καινοποιέω
καινοποιητής
καινοποΐα
καινοποιός
καινοπραγέω
καινοπραγία
καινοπρέπεια
καινοπρεπής
καινός
καινόσπουδος
καινοσχημάτιστος
καινοσχήμων
καινοτάφια
καινόταφον
View word page
καινοποιός
καινο-ποιός,
A). novator, Gloss.


ShortDef

novator

Debugging

Headword:
καινοποιός
Headword (normalized):
καινοποιός
Headword (normalized/stripped):
καινοποιος
IDX:
51980
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-51981
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καινο-ποιός</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">novator,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}