Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καινολογέω
καινολογία
καινολόγος
καινόν
καινοπαγής
καινοπαθέω
καινοπαθής
καινοπηγής
καινοπήμων
καινοποιέω
καινοποιητής
καινοποΐα
καινοποιός
καινοπραγέω
καινοπραγία
καινοπρέπεια
καινοπρεπής
καινός
καινόσπουδος
καινοσχημάτιστος
καινοσχήμων
View word page
καινοποιητής
καινο-ποιητής, οῦ, ,
A). inventor of new pleasures, X. Cyr. 8.8.16 .


ShortDef

an inventor of new pleasures

Debugging

Headword:
καινοποιητής
Headword (normalized):
καινοποιητής
Headword (normalized/stripped):
καινοποιητης
IDX:
51978
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-51979
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καινο-ποιητής</span>, <span class="itype greek">οῦ</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">inventor of new pleasures</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0032.tlg007.perseus-grc1:8:8:16" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0032.tlg007.perseus-grc1:8:8:16/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">X.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Cyr.</span> 8.8.16 </a>.</div> </div><br><br>'}