Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καινόκουφον
καινόλεκτος
καινολογέω
καινολογία
καινολόγος
καινόν
καινοπαγής
καινοπαθέω
καινοπαθής
καινοπηγής
καινοπήμων
καινοποιέω
καινοποιητής
καινοποΐα
καινοποιός
καινοπραγέω
καινοπραγία
καινοπρέπεια
καινοπρεπής
καινός
καινόσπουδος
View word page
καινοπήμων
καινο-πήμων, ονος, , ,
A). new to misery, δμωἴδες ib. 363 (lyr.).


ShortDef

new to misery

Debugging

Headword:
καινοπήμων
Headword (normalized):
καινοπήμων
Headword (normalized/stripped):
καινοπημων
IDX:
51976
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-51977
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καινο-πήμων</span>, <span class="itype greek">ονος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">new to misery</span>, <span class="foreign greek">δμωἴδες</span> ib. <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0085.tlg004.perseus-grc1:363" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0085.tlg004.perseus-grc1:363/canonical-url/"> 363 </a> (lyr.).</div> </div><br><br>'}