Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καινόγραφος
καινόκουφον
καινόλεκτος
καινολογέω
καινολογία
καινολόγος
καινόν
καινοπαγής
καινοπαθέω
καινοπαθής
καινοπηγής
καινοπήμων
καινοποιέω
καινοποιητής
καινοποΐα
καινοποιός
καινοπραγέω
καινοπραγία
καινοπρέπεια
καινοπρεπής
καινός
View word page
καινοπηγής
καινο-πηγής, ές,
A). newly put together, new-made, A. Th. 642 .


ShortDef

newly put together, newmade

Debugging

Headword:
καινοπηγής
Headword (normalized):
καινοπηγής
Headword (normalized/stripped):
καινοπηγης
IDX:
51975
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-51976
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καινο-πηγής</span>, <span class="itype greek">ές</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">newly put together, new-made</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0085.tlg004.perseus-grc1:642" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0085.tlg004.perseus-grc1:642/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">A.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Th.</span> 642 </a>.</div> </div><br><br>'}