Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καινιστής
καινίτα
καινόγραφος
καινόκουφον
καινόλεκτος
καινολογέω
καινολογία
καινολόγος
καινόν
καινοπαγής
καινοπαθέω
καινοπαθής
καινοπηγής
καινοπήμων
καινοποιέω
καινοποιητής
καινοποΐα
καινοποιός
καινοπραγέω
καινοπραγία
καινοπρέπεια
View word page
καινοπαθέω
καινο-πᾰθέω,
A). suffer things unheard of, Plu. 2.1106a .


ShortDef

suffer things unheard of

Debugging

Headword:
καινοπαθέω
Headword (normalized):
καινοπαθέω
Headword (normalized/stripped):
καινοπαθεω
IDX:
51973
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-51974
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καινο-πᾰθέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">suffer things unheard of</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> 2.1106a </span>.</div> </div><br><br>'}