Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καίνισις
καινισμός
καινιστής
καινίτα
καινόγραφος
καινόκουφον
καινόλεκτος
καινολογέω
καινολογία
καινολόγος
καινόν
καινοπαγής
καινοπαθέω
καινοπαθής
καινοπηγής
καινοπήμων
καινοποιέω
καινοποιητής
καινοποΐα
καινοποιός
καινοπραγέω
View word page
καινόν
καινόν, τό,
A). v. καινός .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καινόν
Headword (normalized):
καινόν
Headword (normalized/stripped):
καινον
IDX:
51971
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-51972
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καινόν</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">καινός</span> .</div> </div><br><br>'}