Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καινίς
καίνισις
καινισμός
καινιστής
καινίτα
καινόγραφος
καινόκουφον
καινόλεκτος
καινολογέω
καινολογία
καινολόγος
καινόν
καινοπαγής
καινοπαθέω
καινοπαθής
καινοπηγής
καινοπήμων
καινοποιέω
καινοποιητής
καινοποΐα
καινοποιός
View word page
καινολόγος
καινο-λόγος, ον,
A). using new phrases, ποιητής Eust. 1801.27 .


ShortDef

using new phrases

Debugging

Headword:
καινολόγος
Headword (normalized):
καινολόγος
Headword (normalized/stripped):
καινολογος
IDX:
51970
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-51971
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καινο-λόγος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">using new phrases</span>, <span class="quote greek">ποιητής</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg4083.tlg001:1801:27" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg4083.tlg001:1801.27/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Eust.</span> 1801.27 </a> .</div> </div><br><br>'}