Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καινέω
καινία
καινίζω
καινίς
καίνισις
καινισμός
καινιστής
καινίτα
καινόγραφος
καινόκουφον
καινόλεκτος
καινολογέω
καινολογία
καινολόγος
καινόν
καινοπαγής
καινοπαθέω
καινοπαθής
καινοπηγής
καινοπήμων
καινοποιέω
View word page
καινόλεκτος
καινό-λεκτος, ον,
A). new-fangled, Hdn. Epim. 3 .


ShortDef

new-fangled

Debugging

Headword:
καινόλεκτος
Headword (normalized):
καινόλεκτος
Headword (normalized/stripped):
καινολεκτος
IDX:
51967
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-51968
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καινό-λεκτος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">new-fangled</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0087.tlg036:3" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0087.tlg036:3/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hdn.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Epim.</span> 3 </a>.</div> </div><br><br>'}