Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καίμιον
καινέω
καινία
καινίζω
καινίς
καίνισις
καινισμός
καινιστής
καινίτα
καινόγραφος
καινόκουφον
καινόλεκτος
καινολογέω
καινολογία
καινολόγος
καινόν
καινοπαγής
καινοπαθέω
καινοπαθής
καινοπηγής
καινοπήμων
View word page
καινόκουφον
καινό-κουφον, τό,
A). new cask, POxy. 1911.181 (vi A.D.).


ShortDef

new cask

Debugging

Headword:
καινόκουφον
Headword (normalized):
καινόκουφον
Headword (normalized/stripped):
καινοκουφον
IDX:
51966
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-51967
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καινό-κουφον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">new cask,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">POxy.</span> 1911.181 </span> (vi A.D.).</div> </div><br><br>'}