Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καικίας
καιλοῖα
καίμιον
καινέω
καινία
καινίζω
καινίς
καίνισις
καινισμός
καινιστής
καινίτα
καινόγραφος
καινόκουφον
καινόλεκτος
καινολογέω
καινολογία
καινολόγος
καινόν
καινοπαγής
καινοπαθέω
καινοπαθής
View word page
καινίτα
καινίτα· ἀδελφή, and καινίτας· ἀδελφοὺς καὶ ἀδελφάς, Hsch. (For καἱνίτα, -ίτας, i. e. κασιγνήτα, -ήτας.)


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καινίτα
Headword (normalized):
καινίτα
Headword (normalized/stripped):
καινιτα
IDX:
51964
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-51965
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καινίτα·</span> <span class="foreign greek">ἀδελφή</span>, and <span class="orth greek">καινίτας·</span> <span class="foreign greek">ἀδελφοὺς καὶ ἀδελφάς</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (For <span class="foreign greek">καἱνίτα, -ίτας</span>, i. e. <span class="foreign greek">κασιγνήτα, -ήτας</span>.)</div><br><br>'}