Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καἴκᾱ
καικίας
καιλοῖα
καίμιον
καινέω
καινία
καινίζω
καινίς
καίνισις
καινισμός
καινιστής
καινίτα
καινόγραφος
καινόκουφον
καινόλεκτος
καινολογέω
καινολογία
καινολόγος
καινόν
καινοπαγής
καινοπαθέω
View word page
καινιστής
καιν-ιστής, οῦ, , =
A). innovator, Gloss.


ShortDef

innovator

Debugging

Headword:
καινιστής
Headword (normalized):
καινιστής
Headword (normalized/stripped):
καινιστης
IDX:
51963
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-51964
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καιν-ιστής</span>, <span class="itype greek">οῦ</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, = <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">innovator,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}