Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καθώς
καθώσπερ
καί1
καιάδας
καιετάεσσαν
καὶ1
καὶ2
καιετάεις
καἴκᾱ
καικίας
καιλοῖα
καίμιον
καινέω
καινία
καινίζω
καινίς
καίνισις
καινισμός
καινιστής
καινίτα
καινόγραφος
View word page
καιλοῖα
καιλοῖα,
A). v. κελοῖα . καὶ.μήν, v. μήν 11.2 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καιλοῖα
Headword (normalized):
καιλοῖα
Headword (normalized/stripped):
καιλοια
IDX:
51955
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-51956
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καιλοῖα</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">κελοῖα</span> . <span class="orth greek">καὶ.μήν</span>, v. <span class="ref greek">μήν</span> <span class="bibl"> 11.2 </span>.</div> </div><br><br>'}