Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κάθω
καθωπλισμένως
καθωραΐζομαι
καθώς
καθώσπερ
καί1
καιάδας
καιετάεσσαν
καὶ1
καὶ2
καιετάεις
καἴκᾱ
καικίας
καιλοῖα
καίμιον
καινέω
καινία
καινίζω
καινίς
καίνισις
καινισμός
View word page
καιετάεις
καιετάεις, καιέτας, καιετός, v. sub καιάδας.


ShortDef

full of hollows (LSJ καιάδας)

Debugging

Headword:
καιετάεις
Headword (normalized):
καιετάεις
Headword (normalized/stripped):
καιεταεις
IDX:
51952
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-51953
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καιετάεις</span>, <span class="orth greek">καιέτας</span>, <span class="orth greek">καιετός</span>, v. sub <span class="foreign greek">καιάδας</span>.</div><br><br>'}